- συνονόματος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει το ίδιο βαπτιστικό όνομα με κάποιον άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + όνομα, -ατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνονόματος — η, ο αυτός που έχει το ίδιο όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομώνυμος — η, ο (ΑΜ ὁμώνυμος, ον) αυτός που έχει την ίδια ονομασία με κάποιον άλλο, συνώνυμος, ταυτώνυμος, συνονόματος («ὁ μὲν γὰρ πάππος τε καὶ ὁμώνυμος ἐμοί», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. α) «ομώνυμες λέξεις» οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν… … Dictionary of Greek
συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω … Dictionary of Greek
συνομώνυμος — ον, Α συνώνυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμώνυμος «συνώνυμος, συνονόματος»] … Dictionary of Greek
Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός — (Αριανζός, Καππαδοκία 330; – 389).Άγιος της χριστιανικής Εκκλησίας, από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας καθώς και οικουμενικός διδάσκαλος. Ο συνονόματος πατέρας του προσήλθε στον χριστιανισμό χάρη στις προσπάθειες της ευσεβούς συζύγου του… … Dictionary of Greek
Κλαύδιος — I Όνομα τριών Ρωμαίων αυτοκρατόρων. 1. Νέρων Κ. Γερμανικός Καίσαρ. Βλ. λ. Νέρων. 2. Κ. Α’ (Tiberius Claudius Drusus Nero Germanicus, Λιόν 10 π.Χ. – Ρώμη 54 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (41 54 μ.Χ.). Ήταν γιος του Δρούσου του Πρεσβύτερου, ανιψιός… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — η το να είσαι συνονόματος με κάποιον, να έχεις το ίδιο όνομα με αυτόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνώνυμος — η, ο 1. συνονόματος. 2. λέξη που έχει την ίδια, ή περίπου την ίδια, σημασία με άλλη: Οι λέξεις «φωνή» και «κραυγή» είναι συνώνυμες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)